Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χατζηλίκι — και χατζιλίκι, το, Ν [χατζής] 1. η ιδιότητα και ο τίτλος τού χατζή 2. η επίσκεψη και το προσκύνημα στους αγίους τόπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. hacilik] … Dictionary of Greek
χατζιλίκι — το, Ν βλ. χατζηλίκι … Dictionary of Greek